πλησίστιος — filling masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησίστιος — ια, ιο / πλησίστιος, ιον, ΝΑ 1. (για πλοίο) αυτός που πλέει με γεμάτα τα ιστία, με φουσκωμένα τα πανιά 2. μτφ. αυτός που πλέει με όλη την ταχύτητα, ολοταχώς και κατευθείαν, αυτός που φέρεται ακράτητος προς μία κατάσταση («φέρονται πλησίστιοι προς … Dictionary of Greek
πλησίστιον — πλησίστιος filling masc/fem acc sg πλησίστιος filling neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιστίοισι — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιστίου — πλησίστιος filling masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιστίων — πλησίστιος filling masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησιστίῳ — πλησίστιος filling masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλησίστιοι — πλησίστιος filling masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)